διδυμία

διδυμία
Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι. Για να υπάρξει δίδυμη σύμφυση πρέπει ο ένας από τους κρυστάλλους να έχει θέση προς τον άλλο είτε κατοπτρική προς ένα επίπεδο (επίπεδο συμμετρίας) είτε παράλληλη προς εκείνη που παίρνει ο άλλος κρύσταλλος στρεφόμενος κατά 180° γύρω από μία ευθεία (άξονας δ.). Εάν το επίπεδο δ. συμπίπτει με ένα επίπεδο συμμετρίας του κρυστάλλου, τότε έχουμε παράλληλη σύμφυση και όχι δ. Εάν ο άξονας δ. συμπίπτει με έναν άξονα άρτιας τάξης του κρυστάλλου, τότε ο κρύσταλλος, στρεφόμενος κατά 180°, ταυτίζεται με τον εαυτό του. Όταν οι δίδυμοι κρύσταλλοι εφάπτονται μεταξύ τους κατά μία επίπεδη επιφάνεια (επίπεδο σύμφυσης) λέγονται δίδυμοι εξ επαφής. Εάν ο ένας κρύσταλλος εισχωρεί μέσα στον άλλο, το επίπεδο σύμφυσης δεν μπορεί να διακριθεί και οι κρύσταλλοι λέγονται συνδιαβλαστάνοντες. Όταν ο άξονας δ. είναι παράλληλος προς μία έδρα (πραγματική ή φανταστική) του κρυστάλλου, οι κρύσταλλοι αποκαλούνται κανονικοί. Όταν ο άξονας δ. είναι παράλληλος προς μία ακμή του κρυστάλλου και περιλαμβάνεται στο επίπεδο σύμφυσης, ονομάζονται παράλληλοι. Αν ο άξονας περιστροφής του ενός διδύμου κείται σε επίπεδο παράλληλο προς μία κρυσταλλογραφική έδρα και είναι κάθετος σε μία ακμή του κρυστάλλου, λέγονται συμμιγείς (σπανιότερη περίπτωση). Οι συνηθέστεροι δίδυμοι κρύσταλλοι είναι οι δίδυμοι εξ επαφής. Είναι πάντως αξιοσημείωτη η εμφάνιση ορισμένου τύπου δ. σε κρυστάλλους ορισμένων κοιτασμάτων ενός ορυκτού. Στο γεγονός αυτό οφείλονται και οι τοπωνυμικές ονομασίες τους, όπως δίδυμος Βραζιλίας (χαλαζίας), δίδυμος Ντοφινέ (χαλαζίας), δίδυμος Κάρλσμπαντ κλπ. Τα ορυκτά που σχηματίζουν δίδυμους κρυστάλλους είναι πολλά. Στο κυβικό σύστημα o μαγνητίτης και οι σπινέλιοι, ο πυρίτης, το διαμάντι· στο τετραγωνικό σύστημα το ρουτίλιο, ο κασσιτερίτης, το ζιρκόνιο· στο εξαγωνικό, o μαγνητοπυρίτης· στο τριγωνικό o χαλαζίας· στο ρομβικό o αραγωνίτης και o μαρκασίτης· στο μονοκλινές ο γύψος, το ορθόκλαστο, ο αυγίτης· στο τρικλινές τα πλαγιόκλαστα. Πολλές φορές σε έναν από τους δύο δίδυμους κρυστάλλους συμφύεται και τρίτος κρύσταλλος σε σχέση δ. του ίδιου τύπου. Έτσι προκύπτει ένας τρίδυμος κρύσταλλος. Αν η διαδικασία επαναληφθεί περισσότερες φορές έχουμε το φαινόμενο της πολυδιδυμίας. Διδυμία του γύψου· οι δύο ανεξάρτητοι κρύσταλλοι είναι ενωμένοι στη χαρακτηριστική μορφή «της λόγχης» ή της «ουράς του χελιδονιού». 1) Συνδιαβλαστάνων δίδυμος (με διείσδυση του φθορίτη)· 2) ο ίδιος τύπος διδύμου του πυρίτη· 3) δίδυμος του ρουτιλίου σε σχήμα γονάτου· 4) μία από τις περιπτώσεις διδυμίας του ασβεστίτη· 5) μία από τις περιπτώσεις διδυμίας του χαλαζία· 6) σταυροειδής δίδυμος του σταυρόλιθου· 7) δίδυμος «της λόγχης» ή «ουράς του χελιδονιού», του γύψου· 8) πολύδυμος κρύσταλλος του αυγίτη.
* * *
και διδυμιά, η [δίδυμος]
1. γέννηση διδύμων
2. δίδυμη μορφή
3. το φαινόμενο τού δίδυμου σφυγμού
4. συνένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών κρυστάλλων σε ενιαίο κρύσταλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διδύμια — small convexities near the pineal gland of the brain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • διδύμιο — το (AM διδύμιον) [δίδυμος] πληθ. τα διδύμια τέσσερα υποστρόγγυλα λοφίδια στη ραχιαία επιφάνεια τού μέσου εγκεφάλου («τὰ ἑκατέρωθεν τοῡ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῡ ἐγκεφάλου...», Γαληνός) μσν. νεοελλ. οι όρχεις νεοελλ. εν. το… …   Dictionary of Greek

  • μεσεγκέφαλος — Τμήμα του μεγάλου εγκεφάλου, που βρίσκεται ανάμεσα στα ημισφαίριά του και στην παρεγκεφαλίδα. Αποτελεί τη δεύτερη διόγκωση του εμβρυϊκού νευρικού σωλήνα, που αναπτύσσεται στο τετράδυμο, στον υδραγωγό του Sylvius και στα εγκεφαλικά σκέλη. Σε… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”